πλασταριά

πλασταριά
η доска для разделывания теста

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πλασταριά" в других словарях:

  • πλασταριά — η, Ν πλατιά σανίδα ή μικρό τραπέζι στο οποίο πλάθεται η ζύμη ή κόβεται σε φύλλα, πλαστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάθω* (πρβλ. πλάστ ης) + κατάλ. αριά (πρβλ. ψηστ αριά)] …   Dictionary of Greek

  • πλασταριά — η φαρδύ σανίδι όπου πλάθουν το ζυμάρι ή ανοίγουν τα φύλλα για πίτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πιτοσάνιδο — το, Ν η πλασταριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτα + σανίδι] …   Dictionary of Greek

  • πλάθανο — το / πλάθανον, ΝΑ πλατιά σανίδα στην οποία πλάθουν ψωμί, πίτες κ.λπ., πλασταριά αρχ. (κατά τον Πολυδ.) ο τόπος όπου ψήνουν το ψωμί ή τις πίτες, φούρνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλαθ τού πλάσσω* + επίθημα ανον (πρβλ. έδρ ανον, σπάργ ανον)] …   Dictionary of Greek

  • πλάσσω — και πλάττω, ΝΜΑ, και πλάθω Ν 1. δίνω μορφή ή σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω, σχηματίζω (α. «καὶ ἔπλασε τὸν κόσμον εἰς ἑπτὰ ἡμέρας», ΠΔ β. «τὰ μέλη τοῡ σώματος, εὐθὺς ἀπὸ γενέσεως πλάττειν τῶν τέκνων ἀναγκαῑον ἐστι», Πλούτ.) 2. (κυρίως) κατεργάζομαι… …   Dictionary of Greek

  • πλαστήρι — το / πλαστήριον, ΝΜ νεοελλ. 1. πλασταριά 2. κυλινδρική ράβδος χρήσιμη για την κατασκευή λεπτών φύλλων ζύμης, αλλ. πλάστης ή μπλάστρης μσν. εργαστήριο αγγειοπλαστικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάσσω/πλάθω + επίθημα τήρι(ον) (πρβλ. κλαδευ τήρι, σουρω τήρι)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»